Μετάβαση στο περιεχόμενο

χαρτοκλέφτης

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαρτοκλέφτης οι χαρτοκλέφτες
      γενική του χαρτοκλέφτη των χαρτοκλεφτών
    αιτιατική τον χαρτοκλέφτη τους χαρτοκλέφτες
     κλητική χαρτοκλέφτη χαρτοκλέφτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαρτοκλέφτης < χαρτοκλέπτης < χαρτοκλέπτω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χαρτοκλέφτης αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]