χαρτοπαίκτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαρτοπαίκτρια (μαρτυρείται από το 1866)[1] < (καθαρεύουσα), χαρτοπαίκτης + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαρτοπαίκτρια θηλυκό
- θηλυκό του χαρτοπαίκτης
- άλλες μορφές: χαρτοπαίχτρια, χαρτοπαίχτρα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χαρτοπαίχτης
χαρτοπαίκτρια
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 1104, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου