χαρτοφύλαξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
χαρτοφῠλᾰκ-
ονομαστική χαρτοφύλαξ οἱ χαρτοφύλακες
      γενική τοῦ χαρτοφύλακος τῶν χαρτοφυλάκων
      δοτική τῷ χαρτοφύλακ τοῖς χαρτοφύλαξ(ν)
    αιτιατική τὸν χαρτοφύλακ τοὺς χαρτοφύλακᾰς
     κλητική ! χαρτοφύλαξ χαρτοφύλακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χαρτοφύλακε
γεν-δοτ τοῖν  χαρτοφυλάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαρτοφύλαξ < χαρτο- + αρχαία ελληνική -φύλαξ
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: χαρτοφύλακας (με διαφορετική σημασία)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαρτοφύλαξ, -ακος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές[επεξεργασία]