χαρτόμουτρο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαρτόμουτρο ουδέτερο
- μανιώδης ή ικανότατος χαρτοπαίκτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαρτόμουτρο
|
χαρτόμουτρο ουδέτερο
|