χασάπικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χασάπικος < από το χασάπης λέξη τουρκικής προέλευσης kasap = κρεοπώλης. Η αντίστοιχη Ελληνική είναι μακελάρικος.
Επίθετο[επεξεργασία]
χασάπικος, χασάπικη, χασάπικο
- ο αναφερόμενος στον χασάπη, ή ο σχετικός με αυτόν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χασάπικος αρσενικό
- ελληνικός παραδοσιακός λαϊκός χορός, ο οποίος πριν την Μικρασιατική Καταστροφή ήταν διαδεδομένος στα παράλια τις Μικράς Ασίας. Ήταν αρχικά συντεχνιακός χορός που χορεύονταν από τη συντεχνία των χασάπηδων στην Κωνσταντινούπολη.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χασάπικος
|