χασαπόχαρτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χασαπόχαρτο τα χασαπόχαρτα
      γενική του χασαπόχαρτου των χασαπόχαρτων
    αιτιατική το χασαπόχαρτο τα χασαπόχαρτα
     κλητική χασαπόχαρτο χασαπόχαρτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χασαπόχαρτο < χασάπ(ης) + -ό- + χαρτ(ί) + -ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χασαπόχαρτο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]