χασικλής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χασικλής < χασί(ς) + κ + -λής κατά το θεριακλ-ής: χασικλ- + -ής[1] < τουρκική haşiş < αραβική حشيش (ḥašīš)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χασικλής αρσενικό (θηλυκό: χασικλού)
- (μειωτικό) ο συστηματικός χασισοπότης, αυτός που κάνει συχνή χρήση έως κατάχρηση χασίς
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη χασίς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χασικλής
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ χασικλής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λής (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ής (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)