χασισέμπορος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χασισέμπορος οι χασισέμποροι
      γενική του χασισέμπορου
χασισεμπόρου
των χασισέμπορων
χασισεμπόρων
    αιτιατική τον χασισέμπορο τους χασισέμπορους
χασισεμπόρους
     κλητική χασισέμπορε χασισέμποροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χασισέμπορος < χασίς + -έμπορος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χασισέμπορος αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]