χασισοβολώνας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χασισοβολώνας οι χασισοβολώνες
      γενική του χασισοβολώνα των χασισοβολώνων
    αιτιατική τον χασισοβολώνα τους χασισοβολώνες
     κλητική χασισοβολώνα χασισοβολώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χασισοβολώνας < χασίς + -ο- + -βολώνας (< βάλλω) (κατ’ αναλογία με το σιτοβολώνας)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χασισοβολώνας αρσενικό

  • (νεολογισμός) περιοχή όπου παράγεται πολύ χασίς
    Το χωριό της (...) ήταν μέχρι την επέμβαση της αλβανικής αστυνομίας ο χασισοβολώνας της Ευρώπης. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]