χασμουριάρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χασμουριάρης η χασμουριάρα το χασμουριάρικο
      γενική του χασμουριάρη της χασμουριάρας του χασμουριάρικου
    αιτιατική τον χασμουριάρη τη χασμουριάρα το χασμουριάρικο
     κλητική χασμουριάρη χασμουριάρα χασμουριάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χασμουριάρηδες οι χασμουριάρες τα χασμουριάρικα
      γενική των χασμουριάρηδων των χασμουριάρικων
    αιτιατική τους χασμουριάρηδες τις χασμουριάρες τα χασμουριάρικα
     κλητική χασμουριάρηδες χασμουριάρες χασμουριάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χασμουριάρης < χασμουρ(ιέμαι) + -άρης

Επίθετο[επεξεργασία]

χασμουριάρης

  • που όλο χασμουριέται, ο νωθρός, ο ράθυμος, ο νυσταλέος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]