χασμωδία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χασμωδία | οι | χασμωδίες |
γενική | της | χασμωδίας | των | χασμωδιών |
αιτιατική | τη | χασμωδία | τις | χασμωδίες |
κλητική | χασμωδία | χασμωδίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χασμωδία < ελληνιστική κοινή χασμωδία < χασμώδης < χάσμα < χαίνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χασμωδία θηλυκό
- (γραμματική) η κακόηχη συνεκφώνηση δύο φωνηέντων ή διφθόγγων, είτε στο εσωτερικό μιας λέξης είτε σε δύο γειτονικές λέξεις. π.χ. το αηδόνι, πενταήμερος
- το χάσμα, το κενό που δημιουργείται αν διακοπεί η εκτέλεση ενός μουσικού ή θεατρικού έργου
- (μεταφορικά) η ασυνεννοησία και η σύγχυση που επικρατεί σε μια συγκέντρωση οχλαγωγούντων ατόμων