χαστούκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαστούκι τα χαστούκια
      γενική του χαστουκιού των χαστουκιών
    αιτιατική το χαστούκι τα χαστούκια
     κλητική χαστούκι χαστούκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαστούκι < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xaˈstu.ci/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαστούκι ουδέτερο

  1. χτύπημα στο μάγουλο με την παλάμη του χεριού
    ※  Ο Νικολής του έδωσε ένα χαστούκι και τον έριξε χάμω. (Δημήτρης Κολλάτος, Οι ελιές)
  2. (μεταφορικά) λόγος ή πράξη που ταπεινώνει ή εξευτελίζει

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]