χατλάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χατλάρης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χατλάρης αρσενικό
- μοναχός υπεύθυνος για τα ζώα στη μονή (Άγιο Όρος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χατλάρης
|