χαυνώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαυνώνω < αρχαία ελληνική χαυνόω

Ρήμα[επεξεργασία]

χαυνώνω (παθητικό: χαυνώνομαι)

  1. προκαλώ την ανοησία στους άλλους, τους κάνω νωθρούς, εύπιστους, χαλαρούς, παθητικούς
  2. χαλαρώνω σε βαθμό ανοησίας, χάσκω, γίνομαι ράθυμος αλλά και κουτός
    Χαυνώθηκε από την πολλή τηλεόραση

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • πιο συνηθισμένο στη σύνθετη μορφή του, ως αποχαυνώνω, χαυνώνω τελείως

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]