χαφιεδισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαφιεδισμός οι χαφιεδισμοί
      γενική του χαφιεδισμού των χαφιεδισμών
    αιτιατική τον χαφιεδισμό τους χαφιεδισμούς
     κλητική χαφιεδισμέ χαφιεδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαφιεδισμός < χαφιεδίζω ή από το θέμα του πληθυντικού της λέξης χαφιές (χαφιέδες) + -ισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαφιεδισμός αρσενικό

  1. αυτό που κάνει ο χαφιές, η ενέργεια του χαφιεδίζω, η σκόπιμη εκμαίευση μυστικών και πληροφοριών προκειμένου να εκθέσω κάποιον στην εξουσία που τον καταδιώκει
    Οι αυταρχικές κυβερνήσεις επιδιώκουν οι πολίτες να θεωρούν τον χαφιεδισμό ως συνεργασία με τις αρχές

Μεταφράσεις[επεξεργασία]