χαχόλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χαχόλος | οι | χαχόλοι |
γενική | του | χαχόλου | των | χαχόλων |
αιτιατική | τον | χαχόλο | τους | χαχόλους |
κλητική | χαχόλε | χαχόλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαχόλος < (άμεσο δάνειο) ρωσική хохол (xaxól)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xaˈxo.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐χό‐λος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαχόλος αρσενικό
- άνθρωπος που είναι μεγαλόσωμος, άχαρος
- → δείτε τη λέξη ατσούμπαλος
- ο άξεστος, ο αγροίκος· ο άνθρωπος που δεν έχει τρόπους, ο χωριάτης (μεταφορικά)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαχόλος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- χαχόλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)