χαϊδευτικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xai̯.ðe.ftiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαϊ‐δευ‐τι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]χαϊδευτικός
- που εκδηλώνει με κάποιο τρόπο τρυφερότητα
- ⮡ Δεν είχε κακές προθέσεις, το έκανε με χαϊδευτικό τρόπο.
- ⮡ η χαϊδευτική προσφώνηση
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη χαϊδευτικό
- αυτός που γίνεται με πιο ήπιο τρόπο από όσο αναμενόταν
- χαϊδευτική ποινή
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- χαϊδευτικά(επίρρημα)
- χαϊδευτικό (ουσιαστικό)