χείρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χείρωμα αρσενικό
- νίκη επί κάποιου, πράξη βίας εναντίον κάποιου
- δούλης θανούσης, εὐμαροῦς χειρώματος. (το να σκοτώσουν μια δούλα είναι ευτελές κατόρθωμα)
- ...ἄφαντος ἔρρει θανασίμῳ χειρώματι; (...εξαφανίστηκε από θανάσιμο χτύπημα;)
- η ρήψη χώματος με τα χέρια, το σκάψιμο με τα χέρια
- ...καὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματα, μήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν (και να μην του φτιάξουν με τα χέρια επικήδειο τύμβο ούτε να τον τιμήσουν με θρήνους)