χειλοδοντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειλοδοντικός < χειλικός + οδοντικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική labiodental
Επίθετο[επεξεργασία]
χειλοδοντικός, -ή, -ό
- (γλωσσολογία) (φθόγγος) που προφέρεται με το κάτω χείλος και τα πάνω δόντια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χειλοδοντικός