χειλού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χειλού | οι | χειλούδες |
γενική | της | χειλούς | των | χειλούδων |
αιτιατική | τη | χειλού | τις | χειλούδες |
κλητική | χειλού | χειλούδες | ||
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειλού < χειλάς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χειλού θηλυκό
- γυναίκα με έντονα, μεγάλα χείλη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χειλού
|