χειλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: χυλώνω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χειλώνω < χείλος + -ώνω < αρχαία ελληνική χεῖλος

χειλώνω

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]