Μετάβαση στο περιεχόμενο

χειμέριος

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χειμέριος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χειμέριος < αρχαία ελληνική χειμών < αρχαία ελληνική χεῖμα (κρύο, παγωνιά, χειμώνας)

Επίθετο

[επεξεργασία]

χειμέριος, -ία, -ιο

  1. ο χειμερινός στα αρχαία ελληνικά, σήμερα όμως το επίθετο συνηθίζεται σε λίγες τυποποιημένες εκφράσεις
    παράδειγμα  Ορισμένα φίδια πέφτουν σε χειμερία νάρκη.
  2.  δείτε  το Χειμέριον, η ονομασία ακρωτηρίου της Θεσπρωτίας, το μετέπειτα "Χαρχάλι", κοντά στη σημερινή Πάργα, και Χειμέριος, ο γειτονικός κόλπος

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για τη χειμερία νάρκη


γένη  αρσενικό & θηλυκό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / χειμέριος χειμερί τὸ χειμέριον
      γενική τοῦ/τῆς χειμερίου τῆς χειμερίᾱς τοῦ χειμερίου
      δοτική τῷ/τῇ χειμερί τῇ χειμερί τῷ χειμερί
    αιτιατική τὸν/τὴν χειμέριον τὴν χειμερίᾱν τὸ χειμέριον
     κλητική ! χειμέριε χειμερί χειμέριον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ χειμέριοι αἱ χειμέριαι τὰ χειμέρι
      γενική τῶν χειμερίων τῶν χειμερίων τῶν χειμερίων
      δοτική τοῖς/ταῖς χειμερίοις ταῖς χειμερίαις τοῖς χειμερίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς χειμερίους τὰς χειμερίᾱς τὰ χειμέρι
     κλητική ! χειμέριοι χειμέριαι χειμέρι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χειμερίω τὼ χειμερί τὼ χειμερίω
      γεν-δοτ τοῖν χειμερίοιν τοῖν χειμερίαιν τοῖν χειμερίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'βέβαιος' όπως «βέβαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χειμέριος < χεῖμα

Επίθετο

[επεξεργασία]

χειμέριος, -ος/-α, -ον, υπερθετικός:χειμεριώτατος

  1. χειμερινός, χειμωνιάτικος
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 485 (482-485)
    ἄφαρ δ᾽ εὐνὴν ἐπαμήσατο χερσὶ φίλῃσιν | εὐρεῖαν· φύλλων γὰρ ἔην χύσις ἤλιθα πολλή, | ὅσσον τ᾽ ἠὲ δύω ἠὲ τρεῖς ἄνδρας ἔρυσθαι | ὥρῃ χειμερίῃ, εἰ καὶ μάλα περ χαλεπαίνοι.
    και με τα χέρια του φτιάχνει το στρώμα του παχύ | κι ευρύχωρο, από τα φύλλα τα πολλά που ήταν χυμένα γύρω, | τόσο και τέτοιο, που θα μπορούσε δυο και τρεις ανθρώπους να τους προφυλάξει, | ακόμη και σε χειμωνιάτικη ώρα, όταν βαραίνει ο καιρός πολύ.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
      7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 478 (477-478)
    τοῦ δὲ τάφον καὶ σῆμ᾽ ἀιδὲς ποίησεν Ἄναυρος | ὄμβρῳ χειμερίῳ πλήθων·
    τον τάφο του Κύκνου και τον τύμβο αφάνισε ο Άναυρος, |φουσκωμένος με τις χειμωνιάτικες βροχές.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greeklanguage.gr
  2. θυελλώδης, τρικυμιώδης
      5ος/4ος πκε αιώνας Δημόκριτος, Απόσπασμα, 14_3, p. 218, 14 Manit. @scaife.perseus
    ἄνεμοι χειμέριοι ὡς τὰ πολλὰ καὶ ψύχη ἤδη καὶ πάχνη ἐπιπνεῖν φιλεῖ· φυλλορροεῖν ἄρχεται τὰ δένδρα μάλιστα.
      4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w Ὅσα περὶ τοὺς ἀνέμους, 26.31 @scaife.perseus
    ὁ δὲ βορέας χειμέριος ἄνεμος.
  3. (μεταφορικά, για λύπη) υπερβολικά μεγάλος