χειμέριος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χειμέριος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χειμέριος < αρχαία ελληνική χειμών < αρχαία ελληνική χεῖμα (κρύο, παγωνιά, χειμώνας)
Επίθετο
[επεξεργασία]χειμέριος, -ία, -ιο
- ο χειμερινός στα αρχαία ελληνικά, σήμερα όμως το επίθετο συνηθίζεται σε λίγες τυποποιημένες εκφράσεις
Ορισμένα φίδια πέφτουν σε χειμερία νάρκη.
- → δείτε το Χειμέριον, η ονομασία ακρωτηρίου της Θεσπρωτίας, το μετέπειτα "Χαρχάλι", κοντά στη σημερινή Πάργα, και Χειμέριος, ο γειτονικός κόλπος
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη χειμώνας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για τη χειμερία νάρκη
χειμέριος
Πηγές
[επεξεργασία]- χειμέριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χειμέριος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]γένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | χειμέριος | ἡ | χειμερίᾱ | τὸ | χειμέριον |
γενική | τοῦ/τῆς | χειμερίου | τῆς | χειμερίᾱς | τοῦ | χειμερίου |
δοτική | τῷ/τῇ | χειμερίῳ | τῇ | χειμερίᾳ | τῷ | χειμερίῳ |
αιτιατική | τὸν/τὴν | χειμέριον | τὴν | χειμερίᾱν | τὸ | χειμέριον |
κλητική ὦ! | χειμέριε | χειμερίᾱ | χειμέριον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | χειμέριοι | αἱ | χειμέριαι | τὰ | χειμέριᾰ |
γενική | τῶν | χειμερίων | τῶν | χειμερίων | τῶν | χειμερίων |
δοτική | τοῖς/ταῖς | χειμερίοις | ταῖς | χειμερίαις | τοῖς | χειμερίοις |
αιτιατική | τοὺς/τὰς | χειμερίους | τὰς | χειμερίᾱς | τὰ | χειμέριᾰ |
κλητική ὦ! | χειμέριοι | χειμέριαι | χειμέριᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χειμερίω | τὼ | χειμερίᾱ | τὼ | χειμερίω |
γεν-δοτ | τοῖν | χειμερίοιν | τοῖν | χειμερίαιν | τοῖν | χειμερίοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'βέβαιος' όπως «βέβαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χειμέριος < χεῖμα
Επίθετο
[επεξεργασία]χειμέριος, -ος/-α, -ον, υπερθετικός :χειμεριώτατος
- χειμερινός, χειμωνιάτικος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 485 (482-485)
- ἄφαρ δ᾽ εὐνὴν ἐπαμήσατο χερσὶ φίλῃσιν | εὐρεῖαν· φύλλων γὰρ ἔην χύσις ἤλιθα πολλή, | ὅσσον τ᾽ ἠὲ δύω ἠὲ τρεῖς ἄνδρας ἔρυσθαι | ὥρῃ χειμερίῃ, εἰ καὶ μάλα περ χαλεπαίνοι.
- και με τα χέρια του φτιάχνει το στρώμα του παχύ | κι ευρύχωρο, από τα φύλλα τα πολλά που ήταν χυμένα γύρω, | τόσο και τέτοιο, που θα μπορούσε δυο και τρεις ανθρώπους να τους προφυλάξει, | ακόμη και σε χειμωνιάτικη ώρα, όταν βαραίνει ο καιρός πολύ.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἄφαρ δ᾽ εὐνὴν ἐπαμήσατο χερσὶ φίλῃσιν | εὐρεῖαν· φύλλων γὰρ ἔην χύσις ἤλιθα πολλή, | ὅσσον τ᾽ ἠὲ δύω ἠὲ τρεῖς ἄνδρας ἔρυσθαι | ὥρῃ χειμερίῃ, εἰ καὶ μάλα περ χαλεπαίνοι.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 478 (477-478)
- τοῦ δὲ τάφον καὶ σῆμ᾽ ἀιδὲς ποίησεν Ἄναυρος | ὄμβρῳ χειμερίῳ πλήθων·
- τον τάφο του Κύκνου και τον τύμβο αφάνισε ο Άναυρος, |φουσκωμένος με τις χειμωνιάτικες βροχές.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- τοῦ δὲ τάφον καὶ σῆμ᾽ ἀιδὲς ποίησεν Ἄναυρος | ὄμβρῳ χειμερίῳ πλήθων·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 485 (482-485)
- θυελλώδης, τρικυμιώδης
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας Δημόκριτος, Απόσπασμα, 14_3, p. 218, 14 Manit. @scaife.perseus
- ἄνεμοι χειμέριοι ὡς τὰ πολλὰ καὶ ψύχη ἤδη καὶ πάχνη ἐπιπνεῖν φιλεῖ· φυλλορροεῖν ἄρχεται τὰ δένδρα μάλιστα.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w Ὅσα περὶ τοὺς ἀνέμους, 26.31 @scaife.perseus
- ὁ δὲ βορέας χειμέριος ἄνεμος.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας Δημόκριτος, Απόσπασμα, 14_3, p. 218, 14 Manit. @scaife.perseus
- (μεταφορικά, για λύπη) υπερβολικά μεγάλος
Πηγές
[επεξεργασία]- χειμέριος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χειμέριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση 'βέβαιος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'βέβαιος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ησίοδο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοτέλη (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)