χειμαρρώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χειμαρρώδης < (ελληνιστική κοινή) χειμαρρώδης
Επίθετο
[επεξεργασία]χειμαρρώδης,-ης,-ες
- που η ροή του είναι σαν χειμάρρου
- (μεταφορικά) που είναι σαν χείμαρρος όταν μιλάει ή για γραπτό λόγο και γενικά για συμπεριφορά ορμητική
- (πληροφορική), (αργκό) αρχείο που κατέβηκε από torrents[1]
- πολλοί ιστότοποι όταν αναφέρονται συγκεκριμένες λέξεις ενημερώνουν αυτόματα τους moderators-επόπτες
- η χρήση αργκό συχνά το αποτρέπει αυτό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χειμαρρώδης