χειράγρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειράγρα < (ελληνιστική κοινή) χειράγρα < χείρ (χειρ-) + ἄγρα (κυνήγι, παγίδα που σε γραπώνει, η λέξη σχηματίστηκε κατ' αναλογία προς την επίσης (ελληνιστική κοινή) ποδάγρα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χειράγρα θηλυκό (γενική: χειράγρας, πληθ. αδόκιμος)