χειραγωγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χειραγωγία οι χειραγωγίες
      γενική της χειραγωγίας των χειραγωγιών
    αιτιατική τη χειραγωγία τις χειραγωγίες
     κλητική χειραγωγία χειραγωγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χειραγωγία < ελληνιστική κοινή χειραγωγία < χειραγωγός < αρχαία ελληνική χείρ + ἄγω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /çi.ɾa.ɣoˈʝi.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χειραγωγία θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]