χειραμαξίδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χειραμαξίδιο | τα | χειραμαξίδια |
γενική | του | χειραμαξίδιου & χειραμαξιδίου |
των | χειραμαξίδιων & χειραμαξιδίων |
αιτιατική | το | χειραμαξίδιο | τα | χειραμαξίδια |
κλητική | χειραμαξίδιο | χειραμαξίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειραμαξίδιο < χειράμαξ(α) + -ίδιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χειραμαξίδιο ουδέτερο
- το καροτσάκι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χειραμαξίδιο
|