χειριστήριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειριστήριον < ελληνιστική κοινή χειρισ(τής) + -τήριον & μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική manipulateur [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χειριστήριον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το χειριστήριο
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ χειριστήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας