χειροκίνητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χειροκίνητος η χειροκίνητη το χειροκίνητο
      γενική του χειροκίνητου της χειροκίνητης του χειροκίνητου
    αιτιατική τον χειροκίνητο τη χειροκίνητη το χειροκίνητο
     κλητική χειροκίνητε χειροκίνητη χειροκίνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χειροκίνητοι οι χειροκίνητες τα χειροκίνητα
      γενική των χειροκίνητων των χειροκίνητων των χειροκίνητων
    αιτιατική τους χειροκίνητους τις χειροκίνητες τα χειροκίνητα
     κλητική χειροκίνητοι χειροκίνητες χειροκίνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χειροκίνητος < χειρο- + -κίνητος < χείρ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /çi.ɾoˈci.ni.tos/

Επίθετο[επεξεργασία]

χειροκίνητος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]