χειροκρόταλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειροκρόταλο < (καθαρεύουσα) χειροκρόταλον,[1] χειρο- + κρόταλο[2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /çi.ɾoˈkɾo.ta.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χει‐ρο‐κρό‐τα‐λο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χειροκρόταλο ουδέτερο
- (παρωχημένο) η καστανιέτα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χειροκρόταλο
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.