Μετάβαση στο περιεχόμενο

χειροκυβίστηση

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χειροκυβίστηση οι χειροκυβιστήσεις
      γενική της χειροκυβίστησης* των χειροκυβιστήσεων
    αιτιατική τη χειροκυβίστηση τις χειροκυβιστήσεις
     κλητική χειροκυβίστηση χειροκυβιστήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χειροκυβιστήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χειροκυβίστηση (νεολογισμός) < χειρο- + κυβίστηση, (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική saut de mains ή την αγγλική handspring)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χειροκυβίστηση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]