Μετάβαση στο περιεχόμενο

χειρομάντης

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χειρομάντης οι χειρομάντες
      γενική του χειρομάντη των χειρομαντών
    αιτιατική τον χειρομάντη τους χειρομάντες
     κλητική χειρομάντη χειρομάντες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χειρομάντης < χειρ + μάντης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χειρομάντης αρσενικό

  • (επάγγελμα) άτομο το οποίο μαντεύει παρατηρώντας τις γραμμές στο χέρι μας.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]