χειρομάντης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χειρομάντης αρσενικό
- (επάγγελμα) άτομο το οποίο μαντεύει παρατηρώντας τις γραμμές στο χέρι μας.
χειρομάντης αρσενικό