χειρονομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειρονομία < αρχαία ελληνική χειρονομία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /çi.ɾɔ.nɔ.ˈmi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χειρονομία θηλυκό
- εκφραστική κίνηση των χεριών
- άσεμνη κίνηση
- (μεταφορικά) ενέργεια που γίνεται για να εκφράσει ένα συναίσθημα
- πολύ ευγενική χειρονομία να σου προσφέρει λουλούδια