χειρονομία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χειρονομία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χειρονομία[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /çi.ɾo.noˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χει‐ρο‐νο‐μί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χειρονομία θηλυκό
- εκφραστική κίνηση των χεριών
- άσεμνη κίνηση
- (μεταφορικά) ενέργεια που γίνεται για να εκφράσει ένα συναίσθημα
- πολύ ευγενική χειρονομία να σου προσφέρει λουλούδια
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ χειρονομία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)