χειροποιέομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χειροποιέομαι < χειροποιέω < χείρ και ποιέω-ποιῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

χειροποιέομαι
  • κάνω κάτι με τα χέρι μου
  • αὐτὴ πρὸς αὑτῆς χειροποιεῖται : το έκανε η ίδια με τα χέρια της στον εαυτό της (για την αυτοκτονία της Διηάνειρας, Σοφοκλής, Τραχ.)