χειροπρακτική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χειροπρακτική οι χειροπρακτικές
      γενική της χειροπρακτικής των χειροπρακτικών
    αιτιατική τη χειροπρακτική τις χειροπρακτικές
     κλητική χειροπρακτική χειροπρακτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χειροπρακτική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου χειροπρακτικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική chiropractic ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική chiropractie ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική chiropractique)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χειροπρακτική θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]