χειροστρόφαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χειροστρόφαλος αρσενικό
- στρόφαλος που ρυθμίζεται χειροκίνητα
- ※ Από έπιπλα υπήρχε ακόμα μόνο ένα ιατρικό κρεβάτι καλυμμένο με λευκό μουσαμά, που το ύψος του ρυθμιζόταν με χειροστρόφαλο. (Το μαγικό βουνό, Thomas Mann, εκδ. Μεταίχμιο, 2017, μετάφραση Θεόδωρος Παρασκευόπουλος)