χειροτέχνημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χειροτέχνημα < χειροτεχνία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χειροτέχνημα ουδέτερο
- το αποτέλσμα, προϊόν της χειροτεχνίας, το αντικείμενο που έχει δημιουργηθεί με τα χέρια και όχι με μηχανή ή εκείνο που παράγεται σε χειροτεχνία (καμιά φορά και με παρεμβολή χρήσης μηχανημάτων)
- συχνά το κομψοτέχνημα για κάτι μικρό, χειροποίητο και καλόγουστο