χειροτονητός
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χειροτονητός < χειροτονητέον ή χειροτονέω
Επίθετο
[επεξεργασία]- χειροτονητός, ή, όν
- που εξελέγη δια ανατάσεως της χειρός, ο εκλεγμένος (σε αντιδιαστολή προς το κληρωτός)