χειροτονητός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειροτονητός < χειροτονητέον ή χειροτονέω
Επίθετο[επεξεργασία]
- χειροτονητός, ή, όν
- που εξελέγη δια ανατάσεως της χειρός, ο εκλεγμένος (σε αντιδιαστολή προς το κληρωτός)