χειρουργός
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | χειρουργός | χειρουργοί |
γενική | χειρουργού | χειρουργών |
αιτιατική | χειρουργό | χειρουργούς |
κλητική | χειρουργέ | χειρουργοί |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειρουργός < ελληνιστική κοινή (ίδια σημασία) < αρχαία ελληνική χειρουργός < χείρ + ἔργον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χειρουργός αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική) γιατρός ο οποίος με τη χρήση ειδικών εργαλείων εκτελεί ιατρικές πράξεις (εγχειρήσεις) απευθείας στους ιστούς του ανθρώπινου σώματος
Εναλλακτικές μορφές [επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης [επεξεργασία]
- χειρουργός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χειρουργός
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- χειρουργός αρσενικό
- αυτός που εργάζεται με τα χέρια του, κάνει κάτι με τα ίδια του τα χέρια
- χειρουργός προς την γραφικήν
- φονιάς, που σκοτώνει κάπoιον κυριολεκτικά ή μεταφορικά με τα χέρια του, ο αυτουργός
- χειρουργός, γιατρός
- Ἐὰν δὲ ὁ τοῦ Ἑρμοῦ καὶ ὁ τοῦ Ἄρεως ἅμα τὴν κυρίαν λάβωσι τῆς πράξεως, ποιοῦσιν ἀνδριαντοποιούς, ὁπλουργούς,... παλαιστάς, ἰατρούς, χειρουργούς, κατηγόρους, μοιχικούς, κακοπράγμονας, πλαστογράφους : όταν έχουν κυρίαρχες θέσεις στις ενέργειες ο Ερμής και ο Άρης, τότε δημιουργούν γλύπτες, οπλουργούς,... παλαιστές, γιατρούς, χειρουργούς, εισαγγελείς, άτομα που αποπλανούν ερωτικά, με προδιάθεση στο κακό, πλαστογράφους (Τετράβιβλος, 180, στο 4ο βιβλίο, Πτολεμαίος)