χειρόβιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειρόβιδα < → δείτε τις λέξεις χείρ και βίδα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική thumbscrew
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χειρόβιδα θηλυκό
- (τεχνολογία, μηχανολογία) βίδα που μπορεί να βιδωθεί-ξεβιδωθεί με το χέρι χωρίς την χρήση εργαλείων, επειδή έχει αντιολισθητική κεφαλή
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χειρόβιδα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αρθρίτιδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Μηχανολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)