Μετάβαση στο περιεχόμενο

χειρόπτερο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χειρόπτερο τα χειρόπτερα
      γενική του χειρόπτερου
& χειροπτέρου
των χειρόπτερων
& χειροπτέρων
    αιτιατική το χειρόπτερο τα χειρόπτερα
     κλητική χειρόπτερο χειρόπτερα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χειρόπτερο: ενικός αριθμός ουσιαστικού < πληθυντικός Χειρόπτερα (ταξινομικός όρος)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /çiˈɾo.pte.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χειρόπτερο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χειρόπτερο ουδέτερο

  • που ανήκει στην τάξη Χειρόπτερα
    παράδειγμα  Η νυχτερίδα είναι χειρόπτερο θηλαστικό· ανήκει στην τάξη των Χειροπτέρων.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]