χειρόω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]- υποτάσσω, ελέγχω, κατακτώ
- ... ὥστε εἰ μὴ καὶ ἁθρόοι... ἀμυνούμεθα αὐτούς, δίχα γε ὄντας ἡμᾶς ἀπόνως χειρώσονται'.: ώστε αν δεν αμυνθούμε ενωμένοι, διαιρεμένους θα μας κατακτήσουν εύκολα
- βάζω κάποιον στο χέρι, τον κάνω υποχείριο δίζως άσκηση βίας, τον ελέγχω με άλλους τρόπους
- χειρώσεται λόγοις, δι᾽ ἡδονῆς, διὰ τῆς κολακείας
- αιχμαλωτίζω
- κεχειρωμένας ἄγεσθαι