χελώνιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χελώνιον τὰ χελώνι
      γενική τοῦ χελωνίου τῶν χελωνίων
      δοτική τῷ χελωνί τοῖς χελωνίοις
    αιτιατική τὸ χελώνιον τὰ χελώνι
     κλητική ! χελώνιον χελώνι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χελωνίω
γεν-δοτ τοῖν  χελωνίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χελώνιον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χελώνιον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. κέλυφος χελώνας
    ※  2ος/3ος κε αιώνας Κλαύδιος Αιλιανός, Περὶ ζῴων ἰδιότητος, Βιβλίον ιζ΄, 3
    τάς γε μὴν χελώνας εἶναι τοσαύτας τὸ χελώνιον, ὡς χωρεῖν μεδίμνους Ἀττικοὺς καὶ ἓξ αὐτό.
  2. κέλυφος καβουριού
    ※  10ος κε αιώνας Λεξικό Σουίδα, Βιβλίο 4.Τ.311 @scaife.perseus
    ἢ ὅτι Ἀϲϲερίνα τόποϲ ἐν Τενέθω, ἔνθα ποταμίϲκοϲ, ἐν ῷ καρκίνοι τὰ χελώνια διηρθρωμένα ἐπὶ πλεῖον ἔχοντεϲ καὶ πελέκει ἐμφερῆ.
  3. τοξωτό μέρος της πλάτης
  4. (στον πληθυντικό αριθμό) μύες της πλάτης
  5. τμήμα γερανού στο οποίο περιστρέφεται ο άξονας
  6. μέρος μιας μηχανής άρδευσης
  7. ένα είδος τόξου
  8. νόμισμα της Τενέδου όπου απεικονίζεται μία χελώνα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]