χεράκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χεράκι τα χεράκια
      γενική
    αιτιατική το χεράκι τα χεράκια
     κλητική χεράκι χεράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χεράκι < υποκοριστικό του χέρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χεράκι ουδέτερο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • τα λέω ένα χεράκι:
    1. μιλάω χωρίς περιστροφές
      θα πάω από εκεί να του τα πω ένα χεράκι να ξαλαφρώσω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ειδικό όρο για το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χέρι