χερακώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χερακώνω < χέρα
Ρήμα[επεξεργασία]
χερακώνω
- (λαϊκότροπο) κάνω ανήθικες χειρονομίες, χουφτώνω κάποιον (συνήθως κάποιαν)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χερακώνω
|