χεριάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χεριάζω < μεσαιωνική ελληνική

Ρήμα[επεξεργασία]

χεριάζω

  1. χτυπώ κάποιον με τα χέρια μου, καταχεριάζω και καταχεριζω
  2. πιάνω κάτι, το βάζω στο χέρι μου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]