χερνής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
χερνητ-
ονομαστική χερνής οἱ χερνῆτες
      γενική τοῦ χερνῆτος τῶν χερνήτων
      δοτική τῷ χερνῆτ τοῖς χερνῆσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν χερνῆτ τοὺς χερνῆτᾰς
     κλητική ! χερνής χερνῆτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χερνῆτε
γεν-δοτ τοῖν  χερνήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'προβλής' όπως «προβλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χερνής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χερνής αρσενικό (θηλυκό χερνῆσσα)

  1. κάποιος που ζει από τα χέρια του, μεροκαματιάρης, φτωχός άνθρωπος
  2. (σε επιθετική λειτουργία) φτωχός, ενδεής

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]