χερουβικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χερουβικό τα χερουβικά
      γενική του χερουβικού των χερουβικών
    αιτιατική το χερουβικό τα χερουβικά
     κλητική χερουβικό χερουβικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χερουβικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χερουβικός < ελληνιστική κοινή χερουβικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /çe.ɾu.viˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χε‐ρου‐βι‐κό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χερουβικό ουδέτερο

  • ύμνος που ψάλλεται πριν από την Μεγάλη Είσοδο (Χερουβικός Ύμνος)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

χερουβικό