χερσοτόπι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χερσοτόπι | τα | χερσοτόπια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | χερσοτόπι | τα | χερσοτόπια |
κλητική | χερσοτόπι | χερσοτόπια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χερσοτόπι < χερσότοπ(ος) + -ι / χέρσ(ος) + -ο- + -τόπι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χερσοτόπι ουδέτερο
- άλλη μορφή του χερσότοπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χερσοτόπι
→ δείτε τη λέξη χερσότοπος |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τόπι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)