χερόβολο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χερόβολο | τα | χερόβολα |
γενική | του | χερόβολου | των | χερόβολων |
αιτιατική | το | χερόβολο | τα | χερόβολα |
κλητική | χερόβολο | χερόβολα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χερόβολο < μεσαιωνική ελληνική χερόβολο < αρχαία ελληνική χείρ + βάλλω. Μορφολογικά αναλύεται σε χερό- + -βολο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χερόβολο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) μια δέσμη από στάχυα (ή από στελέχη άλλων φυτών), όσα μπορούν να κρατηθούν από ένα χέρι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- εσύ κακό χερόβολο και εγώ κακό δεμάτι: φράση που λέγεται όταν έχουμε κάνει κάτι για αντεκδίκηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χερόβολο
|