χερόμυλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χερόμυλος < αρχαία ελληνική χειρομύλη / χερό- + μύλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χερόμυλος αρσενικό
- ο χειροκίνητος μύλος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Χερόμυλος (τοπωνύμιο)